καλογνωρίζω

καλογνωρίζω
(Μ καλογνωρίζω)
νεοελλ.
γνωρίζω αρκετά καλά
μσν.
αναγνωρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γνωρίζω — και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM γνωρίζω, Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω) 1. έχω μάθει, ξέρω κάτι 2. έχω γνωριμία με κάποιον, ξέρω κάποιον 3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι 4. καθιστώ γνωστό, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον 5. επαναφέρω στη μνήμη μου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”